Ο Μάξιμος Ομολογητής (580 Κωνσταντινούπολη – 662 Λαζική, Πόντος) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες της βυζαντινής περιόδου. Κατά τον πολιτικό του βίο διετέλεσε στέλεχος υψηλά ιστάμενων κρατικών διοικητικών θέσεων και αργότερα Μοναχός. Ως μοναχός υπήρξε η κεντρική προσωπικότητα που πρωτοστάτησε στην εκκλησιαστική έριδα του μονοθελητισμού, η οποία είχε σαφείς πολιτικές, πολιτειακές και γεωπολιτικές προεκτάσεις, καθώς η θεολογία του υπήρξε ο πυρήνας της αντίδρασης στις βασιλικές επιδιώξεις για ένα θεολογικό συμβιβασμό μεταξύ ορθοδόξων καθολικών και μονοφυσιτών. Παράλληλα εξέφρασε με μεστό τρόπο τη διδασκαλία των προηγούμενων Οικουμενικών συνόδων, αναδεικνύοντας τον ως την εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα της εποχής του, στοιχείο που τον οδήγησε και στο προσωπικό του μαρτύριο και εξορία. Το θεολογικό, φιλοσοφικό και συγγραφικό του έργο σήμερα εκτιμάται για την αρτιότητα και την ιδιαιτερότητα του, ως ένα εξαίσιο δείγμα υψηλής θεολογίας με σημαντική χρήση φιλοσοφικών όρων και μεθόδων  που δεν αφήνει ασυγκίνητους για την ποιότητά του, τους σημαντικότερους θεολόγους, ερευνητές και φιλοσόφους της εποχής μας.

Ο Μάξιμος συναριθμείται στους Αγίους της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς και στις προτεσταντικές ομολογίες. Εορτάζεται στις 21 Ιανουαρίου.

Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τον βίο του Μάξιμου κατά την νεανική περίοδο της ζωή του. Τις όποιες πληροφορίες τις αντλούμε κατά βάση από κάποιο ανώνυμο βιογράφο του και τέσσερα έτερα αποσπασματικά βιογραφικά κείμενα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 και υπήρξε γόνος επιφανούς οικογένειας, η οποία φέρεται να του παρείχε σπουδαία εγκύκλια και θεολογική παιδεία. Σύντομα ανήλθε στην κρατική διοικητική θέση του πρώτου υπογραφέα των βασιλικών υπομνημάτων (αρχιγραμματέας), πλησίον του Αυτοκράτορα Ηράκλειου. Σύμφωνα με τον βιογράφο του ο Μάξιμος διακρινόταν για την σύνεση και την ικανότητα να λαμβάνει αποφασιστικές και γρήγορες αποφάσεις, αποτέλεσμα που τον οδήγησε στην θέση αυτή. Το κλίμα, όμως, του παλατιού όσο και των διοικητικών καθηκόντων, φαίνεται πως τελικά δε τον γοήτευσε και στράφηκε προς τον μοναχικό βίο.

Εκάρη μοναχός στη μονή της Χρυσουπόλεως, στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, κοντά στο φιλοσοφικό και πνευματικό κέντρο της εποχής, την Χαλκηδόνα. Εκεί δεν επιζήτησε κάποιο ιερατικό βαθμό, ενώ δεν είναι βέβαιο και αν ανήλθε στην θέση του ηγουμένου. Παρέμεινε στο μοναστήρι περί τα 10 έτη, διακρινόμενος για το ασκητικό του φρόνημα, όπως μαθαίνουμε από τις περιγραφές των ασκητικών επιδόσεών του καθώς και για το πνεύμα του και τη σοφία του ανάμεσα στους μοναχούς. Συντεταγμένο συγγραφικό έργο αυτή την εποχή δεν έχουμε, παρατηρώντας όμως την επιστολογραφία του και ιδίως με τον Ιωάννη Κουβικουλάριο, αντιλαμβανόμαστε πως δεν εξέλειπαν οι επαφές με την Αυλή αυτή την περίοδο[. Κατά το 624 υποχρεώνεται να μετακινηθεί από το μοναστήρι, εξ αιτίας των Περσικών επιδρομών. Η περιπλάνησή του θα διαρκέσει αρκετά χρόνια μέχρι να καταλήξει στη Ρώμη, όπου θα οργανώσει το συντεταγμένο αγώνα κατά του μονοθελητισμού. Έτσι θα περάσει από την Κύζικο, την Κρήτη, την Κύπρο, ίσως την Αλεξάνδρεια και την Καρθαγένη και σε όλο αυτό το διάστημα θα γνωρίσει και θα μελετήσει σε βάθος τη θεολογία του μονοθελητισμού, η οποία προσπαθεί να επιβληθεί στην Ορθόδοξη Καθολική εκκλησία, με βασιλικό επικάλυμμα.