Ο Άρατος ο Σολεύς (315 π.Χ. – 240 π.Χ.) ήταν Αλεξανδρινός ποιητής.
Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας ή, σύμφωνα με άλλους από τη Ταρσό αλλά μάλλον ότι εκεί έζησε για λίγο. Πατέρας του ήταν ο διαπρεπής τότε πολιτικός και στρατιωτικός Αθηνόδωρος. Μαθήτευσε κοντά στον Μενεκράτη στην Έφεσο (292 π.Χ.). Στη συνέχεια πήγε στη Κω και μαθήτευσε κοντά στον Φιλητά. Εκεί γνώρισε τον Θεόκριτο και άλλους ποιητές του καλούμενου βουκολικού κύκλου. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του περιπατητικού φιλόσοφου Πραξιφάνη, εκεί γνώρισε και τον Ζήνωνα τον στωικό φιλόσοφο και τον Μενέδημο τον ιδρυτή της Ερετριακής σχολής και τον Καλλίμαχο τον Κυρηναίο.
Ο Άρατος ασχολήθηκε και με τα μαθηματικά και με την αστρονομία. Ο φιλόσοφος Ζήνων, όταν κλήθηκε ως διδάσκαλος από τον φιλότεχνο βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο τον Γονατά αλλά λόγω γήρατος δεν μπορούσε να μεταβεί, έστειλε τον Άρατο με τους μαθητές του Περσαίη και Φιλονίδη (276 π.Χ.). Τότε ο Άρατος έγραψε, για τους γάμους του Αντιγόνου, το ποίημα «Ύμνος στον Πάνα» όπου εξυμνεί τη νίκη του Αντιγόνου κατά των Γαλατών στη μάχη της Λυσιμαχείας (277 π.Χ) κατά την οποία ο Παν επέφερε στους Γαλάτες «πανικό». Επίσης, εκτελώντας επιθυμία του Μακεδόνα βασιλιά, ο Άρατος έγραψε τα «Φαινόμενα», αστρονομικό και μετεωρολογικό ποίημα που προκάλεσε το θαυμασμό των συγχρόνων του.
Μετά την αιφνίδια εισβολή τού Πύρρου το 274 π.Χ. ο ποιητικός και φιλοσοφικός κύκλος της αυλής του Αντιγόνου διαλύθηκε και ο Άρατος πήγε στη Συρία στην αυλή του βασιλιά Αντίοχου Α’ του Σωτήρα. Εκεί ο Άρατος εξέδωσε τα διορθωτικά σχόλια στην Οδύσσεια του Ομήρου. Μετά την αποκατάσταση στη Μακεδονία ο Βασιλιάς Αντίγονος κάλεσε τον Άρατο και αυτός επέστρεψε όπου και αργότερα πέθανε (245 π.Χ.).