Ο Αίσωπος (Μεσημβρία Ευξείνου Πόντου, 620 π.Χ. – Δελφοί, 564 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός και μυθογράφος. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, από πολλούς μάλιστα αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξή του.
Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Δεν έγραψε κανέναν από τους μύθους αλλά τους διηγόταν προφορικά.
Τη βιογραφία του Αισώπου συνέγραψε τον 14ο μ.Χ. αιώνα ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης και περιέχονται σ’ αυτή πολλά ανέκδοτα για τη ζωή και την εν γένει δράση του.
Η γέννησή του τοποθετείται τον 7ο αιώνα π.Χ, η δράση του όμως τον 6ο αιώνα π.Χ. και όπως ακριβώς και με τον Όμηρο πολλές πόλεις και χώρες ερίζουν θέλοντάς τον δικό τους: τόπος καταγωγής του αναφέρεται η Φρυγία, ενώ σύμφωνα μ’ άλλους γεννήθηκε στη Σάμο ή τη Θράκη, τις Σάρδεις, την Αίγυπτο ή και άλλες περιοχές της Αφρικής, όπως την Αιθιοπία, στηριζόμενοι στο ότι στις ιστορίες του εμφανίζονται ζώα άγνωστα τότε στην Ευρώπη και την Αφρική. Ο μεγάλος αριθμός των τόπων αυτών δικαιολογείται και από τα πολλά ταξίδια που φαίνεται να έκανε ο Αίσωπος.
Μεταγενέστερες μαρτυρίες τον αναφέρουν να παίρνει μέρος στο συμπόσιο των Επτά σοφών και να ελέγχει με την ευφυολογία και τη σοφία του τους λόγους τους. Επίσης τον φέρουν στις Σάρδεις στην αυλή του βασιλιά Κροίσου, του οποίου ήταν ευνοούμενος και σύμβουλος.
O Αίσωπος ήταν ταπεινής καταγωγής και πραγματικό τέρας ασχήμιας: μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης με μύτη πλακουτσωτή και κεφάλι τριγωνικό, αλλά παράλληλα ήταν ευφυέστατος. Παρ’ ότι όσο ζούσε ήταν δούλος, οι Αθηναίοι του έστησαν αργότερα ανδριάντα, για να δείξουν έτσι ότι κάθε άνθρωπος αξίας πρέπει, ανεξάρτητα από τη καταγωγή του, να τιμάται.
Ο Αίσωπος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, από οικογένεια δούλων, το 625 π.Χ., στο Αμόριο της Φρυγίας, ήταν δούλος του φιλόσοφου Ιάδμονα, έζησε στη Σάμο, ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Ανατολή και πέθανε στους Δελφούς, όπου είχε σταλεί από το βασιλιά Κροίσο γα να λάβει χρησμό του μαντείου το 560 π.Χ. Κατηγορήθηκε για ιεροσυλία και καταδικάστηκε σε θάνατο από ιεροδικαστές. Γκρεμίστηκε δε από τη κορφή του Παρνασσού. Οι εκδοχές ως προς τους λόγους του θανάτου του, είναι αρκετές και διαφορετικές.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, στάλθηκε από τον Κροίσο με προσφορές δώρων στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου, βλέποντας τις απάτες των εκεί ιερέων και την απληστία τους, τους κατηγόρησε με σαρκαστικό τρόπο. Εκείνοι, τότε, αποφάσισαν να τον θανατώσουν με δόλο. Πήραν λοιπόν από το ιερό του ναού μια χρυσή φιάλη και την έκρυψαν μες στις αποσκευές του. Στη συνέχεια τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι με τη σκηνοθετημένη κατηγορία τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον σκότωσαν ρίχνοντας τον στον γκρεμό από την κορυφή του Παρνασσού, Υάμπεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του έπεσε πείνα και δυστυχία στον τόπο.
Με βάση μία άλλη εκδοχή, ο Αίσωπος ήταν δούλος κάποιου κτηματία που τον χρησιμοποιούσε σαν βοσκό. Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπά άδικα έναν άλλο δούλο, έτρεξε να τον βοηθήσει κι έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στον κτηματία, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσου για να τον πουλήσει. Εκεί, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του και τον πήρε μαζί του σαν δούλο. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Στη συνέχεια ο Ξάνθος τον πούλησε στον επίσης Σάμιο σοφό Ιάδμονα. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά χαρίσματά του και κυρίως την σοφία και την ευφυΐα του, τον απελευθέρωσε.
Κάποτε έφτασε και στη περιοχή των Δελφών κι επισκέφθηκε το περίφημο Μαντείο. Ο Αίσωπος ειρωνεύτηκε τους ιερείς ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν, και τους κατοίκους, ότι αντί να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να φροντίζουν τα ζώα τους ζούσαν από τ’ αφιερώματα των προσκυνητών. Αυτό του το θράσος εξόργισε τους ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγίδεψαν, βάζοντας ένα χρυσό ποτήρι στις αποσκευές του και κατόπιν τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι τον δίκασαν άδικα και τον καταδίκασαν σε θάνατο, ρίχνοντας τον από τις κορυφές των Φαιδριάδων, κάποια απόκρημνα βράχια, στον Παρνασσό.
Σύμφωνα με τη παράδοση, ο Απόλλωνας τιμώρησε την αδικία τους στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και λιμό, που θέρισε πολλούς κατοίκους. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν, έστησαν μια μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου.