Ο Αριστοφάνης (445 π.Χ. – 386 π.Χ.) ήταν Αθηναίος σατιρικός ποιητής του 5ου αιώνα. Ο Αριστοφάνης είναι, μαζί με τον Εύπολι και τον Κρατίνο, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της περιόδου της αρχαίας αθηναϊκής κωμωδίας που χαρακτηρίζεται ως «αρχαία κωμωδία» και ο μοναδικός, του οποίου σώζονται ακέραια έργα, με εξαίρεση τον Μένανδρο του οποίου σώζεται ακέραιο μόλις ένα έργο. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., συνέγραψε 46 κωμωδίες . Από αυτές σώζονται 11 ακέραιες, ενώ παραδίδονται 924 αποσπάσματα.
Διαθέτουμε ελάχιστες, ανεξάρτητες πληροφορίες για τη ζωή του και, συχνά, στοιχεία για τη βιογραφία του, αντλούνται από τις ίδιες τις κωμωδίες του, και πρέπει γι’ αυτό να αντιμετωπίζονται με μεγάλη επιφυλακτικότητα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 445 π.Χ. περίπου, και πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του 380 π.Χ. Έζησε στην Αθήνα και μεγάλωσε τα χρόνια, που ξεκίνησε για την Αθήνα και τους κατοίκους της, μία εποχή ειρήνης και άνθησης, κατά την οποία στην πολιτική ζωή κυριαρχούσε η προσωπικότητα του Περικλή (ειρήνη με την Σπάρτη και την Περσία), και η οποία διήρκεσε μέχρι την έναρξη του τριακονταετούς πελοποννησιακού πολέμου το 431 π.Χ..
Ήταν γιος του Φιλίππου, γνήσιου Αθηναίου, από τον Δήμο Κυδαθηναίων κι έτσι θεωρείται κι αυτός γνήσιος Αθηναίος πολίτης. Για τη ζωή του, όμως, μόνο ελάχιστα μας είναι σήμερα γνωστά.
Νυμφεύτηκε νωρίς κι απέκτησε τρεις γιους, τον Φίλιππο, τον Νικόστρατο και τον Αραρότα. Ο τελευταίος ήταν κι αυτός κωμικός ποιητής και με το όνομά του ο Αριστοφάνης δίδαξε στα τελευταία χρόνια της ζωής του τις κωμωδίες του “Κώκαλον” και “Αιολοσίκωνα”. Ο Αραρώς δίδαξε και δικά του πρωτότυπα έργα.
Έλαβε συνολικά, 10 μεγάλα πρώτα βραβεία σε σχετικούς θεατρικούς διαγωνισμούς. Από τα έργα του φαίνεται πως είχε εξαιρετική μόρφωση, γενική και ειδική. Εκτός από την καθολική μόρφωση, την οποία η Αθήνα του Περικλή έδινε στους νέους, γνώριζε άριστα τα έργα των προηγούμενων ποιητών και φρόντισε να τελειοποιηθεί στη σκηνική τέχνη. Ήταν πνευματώδης ευφυολόγος, χιουμορίστας και με περίσσεια τόλμη καυτηρίαζε, προπάντων τους δημαγωγούς, τους σοφιστές και τον Δήμο Αθήνας.
Φαίνεται πως γνώριζε πολύ καλά τις τραγωδίες του Αισχύλου, τον οποίο θαύμαζε για τη συντηρητικότητά του και που, στους “Βατράχους”, ύστερα από μεγάλη διαδικασία, που γίνεται στον Άδη, δίνει τα πρωτεία της τραγικής ποίησης. Επίσης είναι άριστος γνώστης των “Ωδών” του Πίνδαρου και του Στησίχορου. Εκείνος όμως που επέδρασε πολύ στο ύφος, στην τεχνική και στη γλώσσα του, ήταν ο Ευριπίδης, παρόλο που αποτελούσε το μόνιμο στόχο των επιθέσεων και των διακωμωδήσεών του. Ο Κρατίνος, για να χαρακτηρίσει την προσκόλληση αυτή, έπλασε αυτή τη λέξη: “ευριπιδαριστοφανίζειν”.