Η Έμιλι Ελίζαμπεθ Ντίκινσον (Emily Elizabeth Dickinson, 10 Δεκεμβρίου 1830 – 15 Μαΐου 1886) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια. Αν και όχι τόσο διάσημη όσο ήταν εν ζωή, πλέον θεωρείται, μαζί με τον Ουώλτ Ουίτμαν, από τους πιο αναγνωρισμένους και αντιπροσωπευτικούς Αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μένοντας αποκλεισμένη στο σπίτι των γονιών της στο Άμερστ και ολόκληρη η εργογραφία της παρέμεινε ανέκδοτη και κρυμμένη μέχρι και το θάνατό της. Εξαίρεση αποτέλεσαν μονάχα πέντε ποιήματα, από τα οποία τρία δημοσιεύτηκαν ανώνυμα και ένα εν αγνοία της ίδιας της ποιήτριας.
Τα αδέρφια της Έμιλι δεν ήταν μόνο η οικογένειά της, αλλά και οι σύντροφοι στις πνευματικές ενασχολήσεις της. Η ποίησή της αντανακλά τη μοναξιά που ένιωθε η ίδια, αλλά και στιγμές έμπνευσης που δίνουν ίσως μια αίσθηση ευτυχίας. Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το θρησκευτικό συντηρητισμό της οικογένειάς της, αλλά και του αστικού πουριτανικού περιβάλλοντος της πόλης όπου ζούσε, ενώ φαίνεται να αντλεί επιρροές και από τους Μεταφυσικούς Άγγλους ποιητές του 17ου αιώνα. Θαύμαζε τον Τζον Κητς και τους Ρόμπερτ και Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ.
Η Ντίκινσον ήταν ιδιαίτερα παραγωγική στον αριθμό των ποιημάτων της, που ξεπερνούν τα 800 και συχνά τα έστελνε μέσω αλληλογραφίας σε φίλους της, ωστόσο δεν αναγνωρίστηκε ευρέως κατά τη διάρκεια της ζωής της. Πέθανε στο Άμερστ το 1886 και ο πρώτος τόμος ποιημάτων της εκδόθηκε μετά θάνατον το 1890 κι ο τελευταίος το 1955.