Οίκτος, σεβασμός και πόθος αλληλοϋφαίνονται σ’ αυτό το επαναστατικό μυθιστόρημα. Η ιστορία της σχέσης της Κονστάνς Τσάτερλυ και του Μέλορς, του δασοφύλακα που εργαζόταν για λογαριασμό του ανάπηρου συζύγου της, είναι το πιο αμφιλεγόμενο μυθιστόρημα του Λώρενς – και ίσως η πιο ολοκληρωμένη κι εξαίσια μελέτη του για τον αμοιβαίο έρωτα.
Γράφοντάς το για να απελευθερώσει γενιές ολόκληρες που, όπως ένιωθε, θεωρούσαν την ερωτική συνεύρεση απλώς μια επιλήψιμη ή μηχανική πράξη, είπε για το βιβλίο: “Πάντοτε μοχθώ για ένα πράγμα: να δώσω στην ερωτική σχέση ομορφιά και αξία, να την απαλλάξω από την ντροπή. Και μ’ αυτό το μυθιστόρημα ξεπέρασα κάθε όριο. Το βρίσκω ωραία και τρυφερό και ευάλωτο όσο είναι ο γυμνός εαυτός μας”
[…] δεν υπάρχει βιβλίο που να υμνεί λιγότερο την ηδονή από τον Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ. Δεν πρόκειται εδώ για το πώς θα αποφύγει κανείς την αμαρτία, αλλά για το πώς ο ερωτισμός θα ενσωματωθεί στη ζωή χωρίς να χάσει τη δύναμη που αντλούσε από την αμαρτία, πώς θα του δώσει όλα εκείνα που, μέχρι τώρα, αποδίδονταν στον έρωτα, πώς θα μετατραπεί δηλαδή η αμαρτία σε μέσο που αποκαλύπτει τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο Λώρενς δεν επιθυμεί να είναι ούτε ευτυχισμένος, ούτε μεγάλος, επιθυμεί απλώς να υπάρχει. Θεωρεί σπουδαιότερο το ότι είναι άντρας, παρά άτομο. Η προτίμηση, λοιπόν προς τη διαφορά αντικαθίσταται από την έντονη αποφασιστικότητα: το να είναι άντρας – όσο το δυνατόν περισσότερο. Δηλαδή, να μετατρέπει την ερωτική συνείδηση, επιλέγοντας τα πιο ανδροπρεπή στοιχεία, σε σύστημα αναφοράς της ζωής μας.