Όταν, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, η Σερβία δέχθηκε την επίθεση των Αυστριακών, των Γερμανών και των Βουλγάρων, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η σημασία της πόλης ως σιδηροδρομικού κόμβου και η ιδιάζουσα γεωστρατηγική της θέση θεωρήθηκαν από την Αντάντ τόσο ευνοϊκοί, υπέρ της εν λόγω συμμαχίας, παράγοντες, ώστε οι Γαλλοβρετανοί χρησιμοποίησαν την πρωτεύουσα της Μακεδονίας ως προγεφύρωμά τους για αποστολή βοήθειας προς τους Σέρβους.
Έτσι, το φθινόπωρο του 1915, οι Αγγλογάλλοι αποβίβασαν στρατεύματα στην πόλη του Θερμαϊκού, παρά το ότι, εξορμώντας από εκεί, απέτυχαν, τελικά, να πραγματώσουν το σκοπούμενό τους. Μετέτρεψαν, εντούτοις τότε, τη Θεσσαλονίκη σε άριστα οργανωμένη πολεμική βάση και ισχυρό περιχαρακωμένο στρατόπεδο, με αποτέλεσμα, από τη στιγμή εκείνη, η πόλη να εστιάσει επάνω της το γενικότερο πολεμικό ενδιαφέρον.
Όταν το 1916 ο Βενιζέλος διαχώρισε τη θέση του από εκείνη του Κωνσταντίνου και μετέβη στη Μακεδονική πρωτεύουσα, όπου, σχηματίζοντας την προσωρινή κυβέρνηση και το κράτος της Θεσσαλονίκης, ενέταξε το τελευταίο στην Αντάντ, προέκυψε η ακόλουθη “ανάγκη”, κατά τον Ν. Πετσάλη-Διομήδη: “να αποδειχθεί ότι η Ελλάς δεν είναι η Ελλάς του Κωνσταντίνου αλλά η Ελλάς της Θεσσαλονίκης”. Στο ίδιο κλίμα κινούμενος και ο βενιζελικός συνεργάτης Εμ. Ρέπουλης βεβαίωνε τότε: “δεν ευρίσκεται πλέον η καρδιά της Ελλάδος εις τας Αθήνας. Εις την Θεσσαλονίκην ευρίσκεται […] εντεύθεν θα αφορμηθή η ελληνική ελευθερία”. Κατά τον αυτό τρόπο, όταν στις 30/10/1917 ο Γάλλος στρατηγός Ντε Μπουργκόν παρέδιδε σε ελληνικά χέρια εχθρικά πολεμικά λάφυρα, τόνιζε: “[…]. Το όνομα της περιμαχήτου ταύτης πόλεως θα είναι του λοιπού αναγεγραμμένον εις την ιστορίαν του στρατού της Ανατολής…”.
Πράγματι, από τη Θεσσαλονίκη εξαπολύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1918 η συμμαχική αντεπίθεση εναντίον των Βουλγάρων, με συνέπεια, η ήττα που υπέστησαν τότε αυτοί στο Μακεδονικό μέτωπο, και εν συνεχεία στο ευρύτερο Βαλκανικό, να υποχρεώσει σε γενικότερη συνθηκολόγηση τους Κεντρικούς, αναγκάζοντας, ειδικότερα, τους Γερμανούς να συνομολογήσουν, σε έναν περίπου μήνα (στις 11/11/18), ειρήνη στο δυτικό μέτωπο.
Τέλος, στη Θεσσαλονίκη υπογράφηκε και η ανακωχή μεταξύ Συμμάχων και Βουλγάρων. Το σχέδιό της μάλιστα, αφού το σύνταξε ο ίδιος ο Κλεμανσώ, στάλθηκε από το Παρίσι στη Θεσσαλονίκη, όπου οι απεσταλμένοι της Σόφιας και ο Γάλλος στρατηγός Ντ’ Εσπεραί συνυπέγραψαν: “Στρατιωτική Σύμβαση ρυθμίζουσα τους όρους αναστολής των εχθροπραξιών μεταξύ των Συμμαχικών δυνάμεων και της Βουλγαρίας, ισχύουσα από της 12ης ώρας της 30ης Σεπτεμβρίου 1918”.
Έτσι, το φθινόπωρο του 1915, οι Αγγλογάλλοι αποβίβασαν στρατεύματα στην πόλη του Θερμαϊκού, παρά το ότι, εξορμώντας από εκεί, απέτυχαν, τελικά, να πραγματώσουν το σκοπούμενό τους. Μετέτρεψαν, εντούτοις τότε, τη Θεσσαλονίκη σε άριστα οργανωμένη πολεμική βάση και ισχυρό περιχαρακωμένο στρατόπεδο, με αποτέλεσμα, από τη στιγμή εκείνη, η πόλη να εστιάσει επάνω της το γενικότερο πολεμικό ενδιαφέρον.
Όταν το 1916 ο Βενιζέλος διαχώρισε τη θέση του από εκείνη του Κωνσταντίνου και μετέβη στη Μακεδονική πρωτεύουσα, όπου, σχηματίζοντας την προσωρινή κυβέρνηση και το κράτος της Θεσσαλονίκης, ενέταξε το τελευταίο στην Αντάντ, προέκυψε η ακόλουθη “ανάγκη”, κατά τον Ν. Πετσάλη-Διομήδη: “να αποδειχθεί ότι η Ελλάς δεν είναι η Ελλάς του Κωνσταντίνου αλλά η Ελλάς της Θεσσαλονίκης”. Στο ίδιο κλίμα κινούμενος και ο βενιζελικός συνεργάτης Εμ. Ρέπουλης βεβαίωνε τότε: “δεν ευρίσκεται πλέον η καρδιά της Ελλάδος εις τας Αθήνας. Εις την Θεσσαλονίκην ευρίσκεται […] εντεύθεν θα αφορμηθή η ελληνική ελευθερία”. Κατά τον αυτό τρόπο, όταν στις 30/10/1917 ο Γάλλος στρατηγός Ντε Μπουργκόν παρέδιδε σε ελληνικά χέρια εχθρικά πολεμικά λάφυρα, τόνιζε: “[…]. Το όνομα της περιμαχήτου ταύτης πόλεως θα είναι του λοιπού αναγεγραμμένον εις την ιστορίαν του στρατού της Ανατολής…”.
Πράγματι, από τη Θεσσαλονίκη εξαπολύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1918 η συμμαχική αντεπίθεση εναντίον των Βουλγάρων, με συνέπεια, η ήττα που υπέστησαν τότε αυτοί στο Μακεδονικό μέτωπο, και εν συνεχεία στο ευρύτερο Βαλκανικό, να υποχρεώσει σε γενικότερη συνθηκολόγηση τους Κεντρικούς, αναγκάζοντας, ειδικότερα, τους Γερμανούς να συνομολογήσουν, σε έναν περίπου μήνα (στις 11/11/18), ειρήνη στο δυτικό μέτωπο.
Τέλος, στη Θεσσαλονίκη υπογράφηκε και η ανακωχή μεταξύ Συμμάχων και Βουλγάρων. Το σχέδιό της μάλιστα, αφού το σύνταξε ο ίδιος ο Κλεμανσώ, στάλθηκε από το Παρίσι στη Θεσσαλονίκη, όπου οι απεσταλμένοι της Σόφιας και ο Γάλλος στρατηγός Ντ’ Εσπεραί συνυπέγραψαν: “Στρατιωτική Σύμβαση ρυθμίζουσα τους όρους αναστολής των εχθροπραξιών μεταξύ των Συμμαχικών δυνάμεων και της Βουλγαρίας, ισχύουσα από της 12ης ώρας της 30ης Σεπτεμβρίου 1918”.