Η υμνογραφία αποτελεί βασικό στοιχείο κάθε λατρείας, τόσο αρχαίας όσο και σύγχρονης, αφού το θρησκευτικό άσμα, όπως άλλωστε και κάθε είδους θρησκευτική τέχνη, σηματοδοτεί μια αλλαγή στη συμπεριφορά των ανθρώπων σε σχέση με την καθημερινότητά τους. […] Ο ύμνος αποτελεί μια μορφή λατρείας που στοχεύει άμεσα στην έλξη της εύνοιας του θεού και την εξασφάλιση της βοήθειάς του. Αντίθετα, η λογοτεχνία στοχεύει στην ψυχαγωγία ή τη διαφώτιση των ακροατών – θεατών. […] Οι αρχαιότεροι πολιτισμοί που γνωρίζουμε, αλλά και οι πιο πρωτόγονοι που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα, διαθέτουν τα δικά τους άσματα προς τους θεούς. Αντίστοιχα δεν υπάρχει καμιά περίοδος του ελληνικού πολιτισμού που να μη διαθέτει λατρευτικά τραγούδια. (ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ)
Οι ύμνοι ίσως και να είναι μία από τις πιο αρχαίες μορφές ποίησης. Γιατί η χαρά, η λύπη και η λατρεία πάνε σχεδόν μαζί. Δυστυχώς, από την αρχαϊκή παραγωγή ύμνων -δηλαδή, λατρευτικών ασμάτων- ελάχιστα δείγματα βρίσκει κανείς, κυρίως στην επική ποίηση. Αλλά και από την κλασική λεγόμενη περίοδο δεν σώθηκαν πολλά. “Μόνο από την ελληνιστική περίοδο και μετά ο αριθμός των δειγμάτων αυξάνει προφανώς -σημειώνει ο ανθολόγος Στ. Γκιργκένης- λόγω της αυξημένης χρήσης γραπτών αρχείων για την καταγραφή των λατρευτικών ασμάτων, προπάντων στα διάφορα ιερά”. Πάντως τραγούδια προς τιμήν των θεών υπήρχαν και γράφονταν πολλά και απ’ ότι φαίνεται, ακόμα και από τα χορικά των δραμάτων. Άλλωστε, ο Αριστοτέλης στην “Ποιητική” λέει πως η αττική τραγωδία και κωμωδία προέρχονται από διάφορες μορφές λατρευτικών ασμάτων. Οι ύμνοι ψάλλονταν εκτός ναών, στην ύπαιθρο, σε αντίθεση με τη χριστιανική συνήθεια να ψάλλονται μέσα στο ναό.
Ο φιλόλογος Στ. Γκιργκένης συγκέντρωσε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ύμνων -προτιμώντας τους λιγότερο γνωστούς- για να μεταφράσει και να σχολιάσει. Αυτούς που έχουν σωθεί σε επιγραφές και παπύρους. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις παρουσιάζονται και παρτιτούρες ύμνων -όπως ερμήνευσαν διάφοροι την αρχαία μουσική σημειολογία. Μια αρκετά καλή εισαγωγή επιχειρεί να καλύψει το ιστορικό και φιλολογικό κενό. Δυστυχώς, ούτε ο μεταφραστής ούτε ο εκδότης αισθάνθηκαν την ανάγκη να παραθέσουν ένα ευρετήριο στο τέλος. (ΝΙΚΟΣ ΝΤΟΚΑΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9/12/2005)