Στην ελληνική μυθολογία, ο Ορέστης ήταν γιός του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, και αδελφός του Λαέρτη της Ηλέκτρας και της Ιφιγένειας.
Βρισκόμαστε στο αρχαίο Άργος. Ο Ορέστης έχοντας δολοφονήσει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, είναι άρρωστος και τον περιποιείται η αδελφή του Ηλέκτρα.
Η Ηλέκτρα κλαίει και οδύρεται για τις συμφορές της, τις οποίες συνδέει με την τύχη του οίκου των Ατρειδών, από τους οποίους κατάγεται και από τους οποίους φαίνεται να έχει κληρονομήσει αυτήν τη άτυχη μοίρα. Φοβάται ότι ο λαός των Αργείων θα αποφασίσει θάνατο γι’αυτήν και τον αδελφό της. Ελπίζει να αλλάξει το κλίμα, με την αναμενόμενη άφιξη του θείου της Μενελάου, ο οποίος έρχεται από την Τροία, όμως φέρνει μαζί του την Ελένη.
Όντως Μενέλαος και Ελένη φθάνουν στο Άργος. Στη σκηνή εμφανίζεται η Ελένη όπου συνομιλεί με την Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα την ενημερώνει για την άσχημη κατάσταση του Ορέστη και η Ελένη δείχνει να συμπονά τον άτυχο νέο. Παράλληλα η Ελένη τονίζει ότι όλα έγιναν εξαιτίας του Απόλλωνα, καθώς οι θεοί ουσιαστικά ξεκίνησαν τον πόλεμο. Επίσης, ζητά από την Ηλέκτρα να πάει χοές στον τάφο της Κλυταιμνήστρας, γιατί η ίδια φοβάται να πάει μόνη της εξαιτίας του ότι δεν ξέρει πως θα την αντιμετωπίσουν μέσα στην πόλη συγγενείς θυμάτων του Τρωικού Πολέμου.
Η Ηλέκτρα αρνείται, όμως προτείνει να πάει τις χοές η Ερμιόνη, κόρη της Ελένης, καθώς η Ερμιόνη ήταν υπό την προστασία της Κλυταιμνήστρας όσο έλειπε η Ελένη και πράγματι η Ερμιόνη πηγαίνει τις νεκρικές χοές.
Η Ηλέκτρα μαζί με γυναίκες της ηλικίας της (Χορός) πενθούν για τα δεινά των δυο αδελφών και οι φωνές ξυπνάνε τον Ορέστη. Ο Ορέστης συνομιλεί με την αδερφή του και της αναφέρει ότι δε μπορεί τις τύψεις, καθώς έξι μέρες μετά τον θάνατο της μητέρας του, οι Ερινύες τον κυνηγούν παντού. Η Ηλέκτρα τον καθησυχάζει λέγοντας του για την άφιξη του Μενελάου και του δείχνει ότι τον αγαπά και τον νοιάζεται.
Ο Μενέλαος έρχεται και συνομιλεί με τον Ορέστη. Αναφέρει ότι έμαθε τα άσχημα μαντάτα και ότι δε γνωρίζει καθόλου τον Ορέστη εξωτερικά, καθώς η κατάθλιψη και η κόπωση τον άλλαξε. Ο Ορέστης ζητά τη βοήθειά του και εκείνος λέει ότι θέλει να σκεφτεί ψύχραιμα πριν πάρει την απόφαση να μεσολαβήσει στο λαό των Αργείων.
Μπαίνει στη σκηνή ο παππούς του Ορέστη ο Τυνδάρεως ο οποίος κατακεραυνώνει τον Ορέστη και ζητά από το Μενέλαο να μη μεσολαβήσει για τον Ορέστη ειδάλλως δε θα έχει θέση στο Άργος, ουσιαστικά τον απειλεί. Ο Ορέστης εξηγεί πώς έκανε τη δολοφονία μετά από παρότρυνση του Απόλλωνα και πως το έκανε σαν ηθικό χρέος προς τον πατέρα του. Κατηγορεί τον Ορέστη και δε θέλει να τον βλέπει μπροστά του, φεύγει μανιασμένος και κατευθύνεται προς τη συγκέντρωση του λαού. Ο Ορέστης παρακαλά ξανά τον Μενέλαο, ο οποίος είναι σαφές ότι δεν παίρνει θέση.
Εμφανίζεται ο Πυλάδης, φίλος και σύντροφος του Ορέστη, ο οποίος τον στηρίζει στενά και του προτείνει να πάνε μαζί στη συνέλευση μπας και αλλάξουν το αποτέλεσμα.
Η Ηλέκτρα συνομιλεί με το Χορό, ο οποίος την πληροφορεί ότι οι δυο νέοι πήγαν μόνοι τους στη συγκέντρωση. Αγγελιοφόρος την πληροφορεί ότι ο λαός αποφάσισε θάνατο και για τους δυο.
Η Ηλέκτρα θρηνεί για την απόφαση και δείχνει στον Ορέστη την αγάπη της για εκείνον. Οι τρεις νέοι στη συζήτηση που έχουν, σκέφτονται πως πρέπει να τιμωρήσουν το Μενέλαο για την αδιαφορία. Ο Πυλάδης προτρείνει να σκοτώσουν την Ελένη για εκδίκηση, πράγμα που θα κάνουν, όμως η Ηλέκτρα προτείνει και την αρπαγή της Ερμιόνης για να ασκήσουν ψυχολογική βία στο Μενέλαο.
Οι νέοι μπαίνουν στο παλάτι και ακούγονται κραυγές. Ερχόμενη η Ερμιόνη προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται και η Ηλέκτρα της λέει ότι αποφασίστηκε η θανάτωση Ηλέκτρας και Ορέστη, όμως η Ερμιόνη θέλει πραγματικά να τους βοηθήσει. Μη ξέροντας ότι αν μπει στο παλάτι θα την αρπάξει ο Ορέστης με τον Πυλάδη, ακούει την Ηλέκτρα που της λέει να μπει, ούτως ώστε να δει τον Ορέστη που πήγε να παρακαλέσει την Ελένη στο παλάτι, για να μη σκοτώσουν εκείνον και την αδελφή του.
Από το παλάτι βγαίνει ένας Φρύγας δούλος της Ελένης, ο οποίος μας πληροφορεί ότι την ώρα που πηγαίνανε να σφάξουν την Ελένη, εκείνη ξαφνικά εξαφανίστηκε. Παράλληλα, έρχεται ο Μενέλαος ο οποίος βλέπει στην οροφή του παλατιού τον Ορέστη να κρατά την Ερμιόνη και καλεί σε βοήθεια το λαό του Άργους για βοήθεια, παρότι φοβάται για τη ζωή της κόρης του.
Ο Ορέστης είναι έτοιμος να πυρπολήσει το παλάτι, όταν εμφανίζεται ως “από μηχανής θεός” ο Απόλλωνας και λέει ότι η Ελένη αναλήφθηκε και θεοποιήθηκε, ότι ο Ορέστης θα λείψει για ένα διάστημα και μόλις επιστρέψει θα αθωωθεί από τον Άρειο Πάγο και ότι στο μέλλον θα παντρευτεί την Ερμιόνη και ο Πυλάδης την Ηλέκτρα. Τέλος, τόνισε ότι όλα γίνανε με τη θεία βούληση και έτσι συμφιλιώθηκαν όλοι.
Ο Ευριπίδης είναι ο τρίτος της τριάδας των μεγάλων ποιητών της δραματικής ποίησης της αρχαίας Ελλάδας. Χαρακτηρίζεται ρεαλιστής συγγραφέας, καθώς δίνει τους χαρακτήρες των προσώπων των έργων του όπως είναι περίπου στην πραγματικότητα και «από σκηνής φιλόσοφος», επειδή αντιμετωπίζει στοχαστικά τα θέματα που επεξεργάζεται.