ΝΕΑ

ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ

Ο Νικολό Μακιαβέλι (ιταλικά: Niccolò di Bernardo dei Machiavelli, 3 Μαΐου 1469 – 21 Ιουνίου 1527) ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός, ιστορικός, ανθρωπιστής και συγγραφέας της περιόδου της Αναγέννησης.

Γεννήθηκε σε μία φτωχή οικογένεια της Φλωρεντίας και ήταν γιος του Μπερνάρντο Μακιαβέλι και της Μπαρτολομέα Νέλι. Ο πατέρας του μερίμνησε ώστε ο νεαρός Νικολό να λάβει ουμανιστική εκπαίδευση, σύμφωνη με τα κλασικά πρότυπα της εποχής. Η εκπαίδευση αυτή και η σχέση του με Φλωρεντίνους ουμανιστές είχαν ως αποτέλεσμα να λάβει το 1498 το αξίωμα δεύτερου καγκελαρίου της φλωρεντινής δημοκρατίας.

Από τη θέση αυτή ο Μακιαβέλι ασχολούταν με τη διοίκηση των περιοχών υπό τον έλεγχο της Φλωρεντίας και ήταν επίσης ένας από τους έξι γραμματείς του πρώτου καγκελάριου και μέλος του συμβουλίου των “Δέκα του Πολέμου” που συνεπαγόταν τη συμμετοχή του σε διπλωματικές αποστολές. Οι αποστολές του τον έφεραν σε επαφή με αρκετές από τις ισχυρότερες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής του στην Ευρώπη, όπως τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΒ΄, τον Πάπα Ιούλιο Β΄ και τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μαξιμιλιανό Α΄. Στον Μακιαβέλι έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση ο Καίσαρας Βοργίας, που είχε διοριστεί από τον πατέρα του, τον Πάπα Αλέξανδρο ΣΤ΄, Δούκας της Ρωμανίας. Οι κρίσεις που διατύπωνε στις επιστολές προς τη φλωρεντινή σινιορία για αυτά τα πρόσωπα που συνάντησε ως απεσταλμένος αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για τα πορτραίτα τους που σκιαγράφησε στο έργο του Il principe (Ο Ηγεμών).

Το 1512, με τη βοήθεια των ισπανικών στρατευμάτων του Φερδινάνδου, οι Μέδικοι επέστρεψαν στη Φλωρεντία και κατέλυσαν τη δημοκρατία (repubblica). Ο Μακιαβέλι αποπέμφθηκε από τη θέση του και λίγους μήνες αργότερα υπέστη βασανιστήρια και φυλακίστηκε για μικρό διάστημα, ως ύποπτος συμμετοχής σε συνωμοσία εναντίον των Μεδίκων. Αποσύρθηκε στο πατρικό του κτήμα στην περιοχή Σαντ’ Αντρέα και εκεί το δεύτερο μισό του 1513 συνέγραψε τον Ηγεμόνα, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να αποκτήσει την εύνοια των Μεδίκων. Τα επόμενα χρόνια ο Μακιαβέλι συμμετείχε στις συζητήσεις μια ομάδας ουμανιστών που συναντώνταν στους κήπους του Κόζιμο Ρουτσελάι και συνέγραψε μία κωμωδία, τον Μανδραγόρα (1518) και την Τέχνη του Πολέμου (1521). Επηρεασμένος από τις συζητήσεις αυτές συνέγραψε και τις Διατριβές για τα πρώτα δέκα βιβλία της Ιστορίας του Τίτου Λίβιου.

Λίγο μετά από την ολοκλήρωση των Διατριβών, ο Μακιαβέλι κατάφερε να επιστρέψει στη Φλωρεντία και το 1520 του ανατέθηκε η συγγραφή της ιστορίας της Φλωρεντίας. Το καθεστώς των Μεδίκων, όμως, ανατράπηκε το Μάιο του 1527, η δημοκρατία παλινορθώθηκε και ο Μακιαβέλι έχασε τη θέση του. Απογοητευμένος πέθανε λίγο αργότερα στη Φλωρεντία από πάθηση του στομάχου.

Ο Μακιαβέλι είναι πεπεισμένος ως προς την ένδεια της κλασικής φιλοσοφίας και αρνείται την αυθεντία στη φυσική τάξη, που οι αρχαίοι σέβονταν. Δεν πιστεύει στην ύπαρξη καθολικού λόγου και, ως εκ τούτου, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να φανταστεί τους ανθρώπους χωρίς πίστη και χωρίς νόμο. Γράφει στις Διατριβές: «όποιος θεμελιώνει πολιτεία και της βάζει νόμους, να παίρνει προκαταβολικά για κακούς όλους τους ανθρώπους.» Στον Ηγεμόνα υποδεικνύεται ο ουσιώδης δεσμός ανάμεσα στην κακία και την ελευθερία. Το πρώτο μέλημα είναι να ελεγχθεί η τύχη και από εκεί και πέρα να παραχθεί έργο. Ο ηγεμόνας υπό αυτή την έννοια συγκεντρώνει την αυθεντία επί παντός και τη βούληση να εφαρμόζει στους άλλους ότι αποφασίζει. Μάλιστα ο ηγεμόνας είναι ο μόνος που μπορεί με τη στάση του να αφυπνίσει την ηθικότητα στους ανθρώπους. Εκ πείρας γνωρίζει ότι οι άνθρωποι κάνουν το καλό μόνο από ανάγκη και είναι διατεθειμένος να τους αναγκάσει να μεταβάλουν σταδιακά την κακία σε ανιδιοτέλεια. Ο τρόπος που ο Φλωρεντινός στοχαστής βλέπει τη δράση αποτελεί, από κάθε άποψη, εγγύηση για την παλινόρθωση του λόγου, που θα πιστεύαμε ότι απειλείται, από τη στιγμή που καταργείται κάθε υπερβατική τάξη. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο Μακιαβέλι τείνει να μετατρέψει τη θεωρία σε δράση