Βάσιμα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι δεν ήταν παρά μια υγιής αντίδραση στο πανελλήνιο όνειδος το οποίο προκάλεσε η ήττα του ’97. Προϋπόθεση για τις ελληνικές νίκες κατά τους εν λόγω πολέμους αποτέλεσε και η κτηθείσα πείρα κατά τη διάρκεια και της άλλης εθνικής έγερσης, εκείνης του “Μακεδονικού Αγώνα”. Τότε μάλιστα, για πρώτη φορά, οι Έλληνες στρατιωτικοί είχαν την εμπειρία να γνωρίσουν από κοντά τη γη της Μακεδονίας, τη γη που έπειτα από λίγα χρόνια θα καλούνταν οι ίδιοι να απελευθερώσουν. Καθοριστικότατη όμως ήταν και η συνεισφορά για τις νίκες μας στον πόλεμο του 1912 – 13 και της επανάστασης του 1909 στο Γουδί. Και αυτό γιατί ένα από τα αιτήματα που διετύπωσαν οι επαναστατημένες στρατιωτικές μονάδες στο Γουδί ήταν και ο εκσυγχρονισμός του στρατού και του στόλου, ενώ ως άλλο ζωογόνο αποτέλεσμα της επανάστασης εκείνης λειτούργησε και η έλευση στον ελληνικό χώρο του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Έτσι φτάσαμε στον άρτια εξοπλισμένο Ελληνικό στρατό του ’12, πράγμα που έδινε τη δυνατότητα στον πρωθυπουργό Βενιζέλο να χειριστεί με τόλμη και ρεαλισμό το ζήτημα της ένταξης της Ελλάδας στην υπό διαμόρφωση τότε διαβαλκανική συμμαχία. Παρ’ όλα αυτά, όταν στις 8 Οκτωβρίου 1912 κηρύχτηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, λίγοι ευελπιστούσαν πως ο Ελληνικός στρατός θα ήταν σε θέση να παραβιάσει την Ελληνοτουρκική μεθοριακή γραμμή. Και όμως, ο στρατός μας τότε έκανε πράξη το θεωρούμενο από πολλούς ακατόρθωτο. Έτσι, σε τέσσερις μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, κατήγαγε την πρώτη μας νίκη στη στενωπό του Σαρανταπόρου. Πρόκειται για τη νίκη που εκτυλίσσεται ανάγλυφη μέσα από την ιστορική αφήγηση την οποία επιχειρεί το παρόν βιβλίο.
Με παρόμοιο τόπο απελευθερώθηκε η Μακεδονία, όπως εξάλλου και η νότιος και η βόρειος Ήπειρος, ενώ ίσης αξίας επιτυχίες ήταν και οι θρίαμβοι του Ελληνικού στόλου στο Αιγαίο. Ο επακολουθήσας Β’ Βαλκανικός πόλεμος στη συνέχεια θα είναι ενδοσυμμαχικός, αφού Ελλάδα και Σερβία αντιμετωπίζουν από κοινού τώρα τη βουλγαρική επιβουλή. Όσον αφορά την Ελλάδα, σειρά έχουν οι κατακόμβες του Κιλκίς και του Λαχανά οι οποίες αποτέλεσαν και τις πρώτες μας νίκες του νέου πολέμου. Πρόκειται γι’ αυτές που καταλειπώς επίσης παρουσιάζονται μέσα από τις σελίδες του ανά χείρας πονήματος. Αλλά και οι επόμενες Ελληνικές νίκες του εν λόγω πολέμου αποτέλεσαν, 100 χρόνια πριν από σήμερα, τις πρώτες τολμηρές προσπάθειες για τη διαμόρφωση της σημερινής ελληνικής εδαφικής πραγματικότητας.
Η χρονολογική αφετηρία του Ελληνοβουλγαρικού ή Β΄Βαλκανικού Πολέμου τοποθετείται στις 16/29 Ιουνίου του 1913, όταν οι μεν Βούλγαροι επιτέθηκαν κατά της πατρίδας μας, οι δε Έλληνες Βαλκανιομάχοι, αντεπιτεθέντες διείσδυσαν στη Βουλγαρία προελάσαντες μέχρι την απόσταση των 100,περίπου, χιλιόμετρων από τη Σόφια.
Η εξιστόρηση των γεγονότων, κατά συνέπεια, του πολέμου εκείνου, αφενός αποτελεί το περιεχόμενο βιβλίου του κ. Γαβριήλ Ν. Συντομόρου υπό τον τίτλο Έλληνες Βαλκανιομάχοι κατά των Βουλγάρων στον πόλεμο του 1913, ενώ ιδού και τι,εν προκειμένω, χαρακτηρίζει το συγγραφέα και το εν λόγω έργο του: Συγκεκριμένα, εξιστορείται στο ως άνω βιβλίο η, μέρα με τη μέρα, εξέλιξη των πολεμικών αγώνων, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί ο συγγραφέας και την πορεία των τότε παράλληλων πολιτικοδιπλωματικών ζυμώσεων. Το δε χρησιμοποιούμενο ιστορικό υλικό για την πραγμάτωση ενός επιτυχούς αποτελέσματος αμφότερων των παραπάνω συγγραφικών επιδιώξεων αντλείται από πρωτογενείς πηγές,ήτοι: από απομνημονεύματα πολεμιστών, από τηρηθέντα-από τους πρωταγωνιστές των κρίσιμων εκείνων ημερών- ημερολόγια, από την αλληλογραφία με τα οικεία τους πρόσωπα ή από επίσημες πολεμικές εκθέσεις και αρχεία.
Διά της ως άνω,λοιπόν, μεθόδου, επιχείρησε ο συγγραφέας των Ελλήνων Βαλκανιομάχων, να επιδοθεί σε λεπτομερή περιγραφή της κάθε κρίσιμης καμπής του πολέμου όπως ήταν: η μάχη της Δοϊράνης, η υπέρβαση από τις μεραρχίες μας του όρους Μπέλες η επίπονη προώθησή τους προς Σιδηρόκαστρο, ο αγώνας τους στα Στενά της Κρέσνας, η περιπέτεια του Στρατού μας στο Σιμιτλή, η θυσία του 1ου Ευζωνικού Συντάγματος στο ύψωμα 1378, η, κατά περίπτωση, από μέρους μας, άλλοτε αντίταξη άμυνας και άλλοτε ανάληψη επιθέσεων στο χώρο Πρέντελ Χαν-Μαχομίας, ή η νικηφόρα προέλασή μας προς Νευροκόπι.
Τονίζεται, ομοίως, μέσω του ανά χείρας συγγραφικού πονήματος, το γεγονός ότι στους ως άνω πολεμικούς αγώνες οφείλεται και η απελευθέρωση ελληνικοτάτων πόλεων όπως: της Στρώμνιτσας (ανήκουσας σήμερα στο κράτος των Σκοπίων), του Μελενίκου (του βουλγαρικού, δηλαδή, τώρα Μέλνικ), του Νευροκοπίου (γνωστού,στις μέρες μας,ως Γκότσε Ντέλτσεφ), ή άλλων αστικών κέντρων με σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού τους να αποτελείται από ομοεθνείς μας, όπως: η Δοϊράνη, το Πετρίτσι ή η Άνω Τζουμαγιά (το σημερινό Μπλαγκόεβγκραντ). Παρ’ όλα αυτά,όμως- όπως, άλλωστε, ήδη υπονοήθηκε- τόσο η πρώτη κατηγορία των εν λόγω πόλεων, όσο και η δεύτερη δεν συμπεριελήφθησαν εντός των ορίων της νέας ελληνικής επικράτειας, όπως αυτή, μετά το συγκεκριμένο πόλεμο, προέκυψε!
Και βέβαια, η προφανής αυτή αδικία- χωρίς να υπήρξε και η μόνη σε βάρος μας διαπραχθείσα- καταλογίζεται στο παθητικό τής Συνθήκης του Βουκουρεστίου, με την οποία συνθήκη, αφενός έληξε ο προαναφερθείς πόλεμος, αφετέρου δε, και αυτή επίσης, εκτενώς παρουσιάζεται στο υπό συζήτηση βιβλίο. Τέλος, το ότι η εδώ παρουσιαζόμενη συγγραφική παρέμβαση περιλαμβάνει και συνεχείς αναφορές στην πανδημία της χολέρας που είχε πλήξει τότε το στρατό μας, αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο της εξής ιδιοτυπίας του προκείμενου πονήματος: ότι το περιεχόμενό του σχετίζεται,ασφαλώς, και με την σύγχρονη ελληνική και διεθνή οδυνηρή επικαιρότητα.